Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ασχήμια η [asxím
a] & ασκήμια η [as ím a] Ο25α : 1.η ιδιότητα του άσχημου· η δυσμορφία: H ~ της δεν περιγράφεται. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ~. Είναι τέρας ασχήμιας. 2. (προφ.) ασχημία: Έκαναν πολλές ασχήμιες. [-σκ-: μσν. ασκήμια < άσκημ(ος) -ια· -σχ-: λόγ. επίδρ.]
- ασχημία η [asximía] Ο25 : (λόγ.) ανάρμοστη ή άσεμνη πράξη· απρέπεια: Aναρχικοί διέπραξαν πολλές ασχημίες στη διαδήλωση.
[λόγ. < μσν. ασχημία < άσχημ(ος) -ία]