Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλώς
1 item total
ασφαλώς [asfalós] επίρρ. τροπ. : με βεβαιότητα, με σιγουριά: ~ κάτι θα του συνέβη και δεν ήρθε. || (για έντονη κατάφαση): Θέλεις να δουλέψεις; -~.

[λόγ. < αρχ. ἀσφαλῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go