Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλτοστρώνω
1 item total
ασφαλτοστρώνω [asfaltostróno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω έναν δρόμο, μια πλατεία κτλ. με άσφαλτο: Zητούν από το δήμο να ασφαλτοστρώσει τους δρόμους της συνοικίας. Aσφαλτοστρωμένος δρόμος.

[λόγ. η άσφαλτ(ος) -ο- + στρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go