Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασφαλιστής ο [asfalistís] Ο7 θηλ. ασφαλίστρια [asfalístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με ασφάλειεςIIα, και κυρίως ο ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας ή ο ασφαλιστικός πράκτορας: Εργάζεται ως ~. || (ως επίθ.): H ασφαλίστρια εταιρεία.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. insurer· λόγ. ασφαλισ(τής) -τρια]



