Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλιστήριος
1 item total
ασφαλιστήριος -α -ο [asfalistírios] Ε6 : με βάση τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Aσφαλιστήριο συμβόλαιο και ως ουσ. το ασφαλιστήριο.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τήριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go