Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασφαλιστήριος -α -ο [asfalistírios] Ε6 : με βάση τον οποίο γίνεται η ασφάλιση: Aσφαλιστήριο συμβόλαιο και ως ουσ. το ασφαλιστήριο.
[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τήριος]



