Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλίτης
1 item total
ασφαλίτης ο [asfalítis] Ο10 : (μειωτ.) αυτός που υπηρετεί στην Aσφάλεια, συνήθ. όταν πρόκειται για κατώτερο όργανο: Mέρα νύχτα τον παρακολουθούσε ένας ~.

[Aσφάλ(εια)I2α -ίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go