Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφάλιστρο
1 item total
ασφάλιστρο το [asfálistro] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό που πληρώνει ο ασφαλιζόμενος στην ασφαλιστική εταιρεία ως αποζημίωση: Aκριβά / φτηνά ασφάλιστρα. H ασφάλιση διακόπτεται μόλις σταματήσει η πληρωμή των ασφαλίστρων.

[λόγ. ασφαλισ- (ασφαλίζω) -τρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go