Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφάλιση η [asfálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασφαλίζω2, η σύναψη σύμβασης με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αποζημιώνεται από τον άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης: ~ του πλοίου / του εργοστασίου. H ~ είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα. || σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου για την εξασφάλιση του δεύτερου σε περίπτωση ανικανότητάς του για εργασία: Ίδρυμα Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA). Οργανισμός Γεωργικών Aσφαλίσεων (ΟΓA).
[λόγ. < ελνστ. ἀσφάλι(σις) `εξασφάλιση΄ -ση σημδ. αγγλ. insurance, security]



