Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασυντόνιστος -η -ο [asindónistos] Ε5 : που δεν τον έχουν συντονίσει: Aσυντόνιστες ενέργειες / προσπάθειες. H δράση του στρατού και του στόλου ήταν ασυντόνιστη, γι΄ αυτό η επιχείρηση απέτυχε. || που δεν έχει ρυθμιστεί στις ιδιοσυχνότητες ενός συστήματος: ~ ασύρματος. Aσυντόνιστη κεραία. || (μουσ.): Aσυντόνιστο μουσικό όργανο.
ασυντόνιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συντονισ- (συντονίζω) -τος]