Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυννέφιαστος
1 item total
ασυννέφιαστος -η -ο [asinéfxastos] Ε5 : α.που δεν είναι συννεφιασμένος: ~ ουρανός, ανέφελος, που δεν καλύπτεται από σύννεφα. ~ καιρός, αίθριος. β. (μτφ.) που είναι ήρεμος, γαλήνιος: Aσυννέφιαστη ζωή / ευτυχία. Aσυννέφιαστο πρόσωπο, που δεν είναι σκυθρωπό. ασυννέφιαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 συννεφιασ- (συννεφιάζω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go