Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνεπής
1 εγγραφή
ασυνεπής -ής -ές [asinepís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια. ANT συνεπής: H συμπεριφορά του είναι ~ προς τα πιστεύω του. Mη βασίζεσαι σ΄ αυτόν, γιατί είναι πολύ ~. Είναι τόσο ~ ώστε δεν πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη.

[λόγ. α- 1 συνεπής μτφρδ. γαλλ. inconséquent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες