Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυνειδησία η [asiniδisía] Ο25 : η ιδιότητα του ασυνείδητου ανθρώπου, η ασυνέπεια και η αδιαφορία στην εκτέλεση επαγγελματικών, κοινωνικών ή άλλων υποχρεώσεών του. ANT ευσυνειδησία.
[λόγ. α- 1 συνείδησ(ις) -ία κατά το αντ. ευσυνειδησία]