Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυναγώνιστος
1 item total
ασυναγώνιστος -η -ο [asinaγónistos] Ε5 : που κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί, που είναι εκτός συναγωνισμού: Στο τρέξιμο είναι ~· κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει. Aσυναγώνιστες τιμές, οι πιο χαμηλές. ασυναγώνιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -τος μτφρδ. γαλλ. hors concours]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go