Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασυναίρετος -η -ο [asinéretos] Ε5 : (γραμμ.) που δεν έχει πάθει συναίρεση. ANT συνηρημένος: ~ γραμματικός τύπος. Aσυναίρετη συλλαβή / κατάληξη / πτώση. Aσυναίρετα ρήματα.
ασυναίρετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ασυναίρετος < α- 1 συναιρε- (συναιρώ) -τος]