Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυνήθιστος
1 item total
ασυνήθιστος -η -ο [asiníθistos] Ε5 : που δεν είναι συνηθισμένος· που συμβαίνει, που γίνεται σπάνια. α. για κτ. εξαιρετικά περίεργο, που τραβά την προσοχή: Aσυνήθιστο ντύσιμο / φέρσιμο / θέαμα, παράξενο. Tου έκανε εντύπωση η ασυνήθιστη κοσμοσυρροή. β. ως θετική ιδιότητα, για κτ. ιδιαίτερο και ξεχωριστό: Aσυνήθιστη ομορφιά / εξυπνάδα, εξαιρετική. || (ως ουσ.) το ασυνήθιστο: H κλίση του στις ξένες γλώσσες είναι κάτι το ασυνήθιστο. γ. (για πρόσ.) που δεν είναι εξοικειωμένος με κτ.· άπειρος: Είναι ~ στη δουλειά γι΄ αυτό κουράζεται γρήγορα. Είναι ~ στο κρύο / στην κούραση / στο πιοτό. ασυνήθιστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 συνηθισ- (συνηθίζω) -τος (διαφ. το μσν. ασυνείθιστος `άπειρος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go