Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνέχεια
1 εγγραφή
ασυνέχεια η [asinéxia] Ο27 : έλλειψη συνέχειας. || (μαθημ.): ~ μιας συναρτήσεως.

[λόγ. ασυνεχ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. discontinuité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες