Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασυνάρτητος -η -ο [asinártitos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από απουσία ή έλλειψη λογικού ειρμού: Aσυνάρτητα λόγια. Aσυνάρτητοι συλλογισμοί.
ασυνάρτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀσυνάρτητος]



