Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμπάθιστος
1 εγγραφή
ασυμπάθιστος -η -ο [asimbáθistos] & ασυμπάθητος -η -ο [asimbáθitos] Ε5 : που κανείς δεν τον συμπαθεί ή που δύσκολα τον συμπαθούν.

[-ητος: ελνστ. ἀσυμπάθητος `που δε νιώθει συμπάθεια΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· -ιστος: ασυμπάθ(ητος) μεταπλ. -ιστος κατά τα μεταρ. επίθ. από ρ. σε -ιζ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες