Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυμβίβαστος
1 item total
ασυμβίβαστος -η -ο [asimvívastos] Ε5 : 1.για κπ. που δε συμβιβάζεται ή που δε συμβιβάστηκε: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Σε θέματα αρχής είναι ασυμβίβαστη. 2. για κτ. που δε συμφωνεί ή που δεν ταιριάζει με κτ. άλλο: H συμπεριφορά του είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμά του. || (ως ουσ.) το ασυμβίβαστο, αδυναμία συνύπαρξης στο ίδιο πρόσωπο δύο ιδιοτήτων: Tο ασυμβίβαστο του στρατιωτικού και του βουλευτικού αξιώματος.

[λόγ. < μσν. ασυμβίβαστος < α- 1 συμβιβασ- (συμβιβάζω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go