Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγύριστος
1 εγγραφή
ασυγύριστος -η -ο [asijíristos] Ε5 : που δεν είναι συγυρισμένος, που δεν τον έχουν συγυρίσει, δεν τον έχουν ταχτοποιήσει: Aσυγύριστο σπίτι / δωμάτιο / κρεβάτι. ασυγύριστα ΕΠIΡΡ: Πάλι ~ άφησε εδώ μέσα.

[α- 1 συγυρισ- (συγυρίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες