Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυγχώρητος
1 item total
ασυγχώρητος -η -ο [asiŋxóritos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το συγχωρήσει, που δεν μπορεί να το παραβλέψει, να το ξεχάσει: Aσυγχώρητη αμέλεια. Aσυγχώρητο λάθος / σφάλμα, πολύ σοβαρό. || Είσαι ~, για κπ. που θεωρούμε ότι διέπραξε κάτι ανεπίτρεπτο. 2. (λαϊκότρ.) του οποίου οι αμαρτίες δεν έχουν συγχωρεθεί: ~ να ΄ναι από το Θεό και από τους ανθρώπους.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυγχώρητος `που δε συγχωρεί΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go