Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγχρόνιστος
1 εγγραφή
ασυγχρόνιστος -η -ο [asiŋxrónistos] Ε5 : 1.που δεν είναι συγχρονισμένος, που δεν τον έχουν συγχρονίσει ή που δεν έχει συγχρονιστεί: Aσυγχρόνιστες κινήσεις / ενέργειες / γυμναστικές ασκήσεις. 2. που δε συγχρονίστηκε, δεν προσαρμόστηκε στις νέες αντιλήψεις ή γενικά στην καινούρια κατάσταση. ασυγχρόνιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: α- 1 συγχρονισ- (συγχρονίζω) -τος· 2: κατά το σύγχρονος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες