Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυγκράτητος
1 item total
ασυγκράτητος -η -ο [asiŋgrátitos] Ε5 : που δεν μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο, κυρίως για συναισθήματα και εκδηλώσεις τόσο έντονες, ώστε δεν μπορεί κανείς να τις συγκρατήσει, να τις αναχαιτίσει· ακράτητος: ~ ενθουσιασμός / θυμός. Aσυγκράτητη ορμή / επιθυμία / αγανάκτηση. Aσυγκράτητο γέλιο / κλάμα. || (για πρόσ.) παρορμητικός. || Yπάρχουν χώρες στις οποίες ο πληθωρισμός καλπάζει ~. ασυγκράτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 συγκρατη- (συγκρατώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go