Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αστόχαστος -η -ο [astóxastos] Ε5 : που δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα: ~ άνθρωπος. Άπραγο κι αστόχαστο παιδί. Aστόχαστη νιότη. || που γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη: Aστόχαστα λόγια.
αστόχαστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [ελνστ. ἀστόχαστος]