Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστόλιστος -η -ο [astólistos] Ε5 : που δεν τον στόλισαν, που δεν είναι στολισμένος: ~ επιτάφιος, χωρίς άνθη, κορδέλες κτλ. Aστόλιστη νύφη, χωρίς κοσμήματα, μακιγιάζ κτλ. Aστόλιστο σπίτι, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση.
αστόλιστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 στολισ- (στολίζω) -τος]