Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστόλιστος
1 item total
αστόλιστος -η -ο [astólistos] Ε5 : που δεν τον στόλισαν, που δεν είναι στολισμένος: ~ επιτάφιος, χωρίς άνθη, κορδέλες κτλ. Aστόλιστη νύφη, χωρίς κοσμήματα, μακιγιάζ κτλ. Aστόλιστο σπίτι, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση. αστόλιστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 στολισ- (στολίζω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go