Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυφύλακας
1 εγγραφή
αστυφύλακας ο [astifílakas] Ο5 : βαθμός υπαξιωματικού στην ιεραρχία της αστυνομίας, αμέσως κατώτερος από τον αρχιφύλακα: Σχολή αστυφυλάκων. || (επέκτ.): Tον έπιασαν δύο αστυφύλακες και τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα.

[λόγ. άστυ + φύλαξ > φύλακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες