Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστυνόμευση
1 item total
αστυνόμευση η [astinómefsi] Ο33 : σύνολο ενεργειών που γίνονται από την αστυνομία και αποβλέπουν στη στενή παρακολούθηση ορισμένων χώρων, ύποπτων ή επικίνδυνων, με σκοπό την τήρηση της τάξεως και γενικά την εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας: ~ των χαρτοπαικτικών λεσχών / του συνδικαλιστικού κινήματος. || (επέκτ.) κάθε είδους επιτήρηση που γίνεται με ανάλογες μεθόδους.

[λόγ. αστυνομεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go