Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστυνομοκρατία
1 item total
αστυνομοκρατία η [astinomokratía] Ο25 : καθεστώς αυστηρής αστυνόμευσης.

[λόγ. αστυνομ(ία) -ο- + -κρατία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go