Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστυνομικίνα
1 item total
αστυνομικός ο [astinomikós] Ο17 θηλ. αστυνομικός [astinomikós] Ο34 & (οικ.) αστυνομικίνα [astinomiína] Ο26 : αυτός που υπηρετεί στην αστυνομία: ~ με στολή / με πολιτικά. Mυστικός ~. Tον συνέλαβαν δύο αστυνομικοί και τον οδήγησαν στο τμήμα.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστυνομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αστυνομικ(ός) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go