Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστροφυσική
2 items total [1 - 2]
αστροφυσική η [astrofisikí] Ο29 : κλάδος της αστρονομίας που χρησιμοποιεί μεθόδους της φυσικής και εξετάζει τη φυσική κατάσταση και τη χημική σύνθεση των ουράνιων σωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. astrophysique < astro- = αστρο- + physique = φυσική]

αστροφυσικός -ή -ό [astrofisikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροφυσική: Aστροφυσική μελέτη του ήλιου. || (ως ουσ.) ο αστροφυσικός*.

[λόγ. αστροφυσ(ική) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go