Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστρονομία
1 item total
αστρονομία η [astronomía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα και τη δομή του σύμπαντος: Εγχειρίδιο αστρονομίας, το σχετικό βιβλίο. || σύνολο από αστρονομικές γνώσεις ή απόψεις: H ~ των αρχαίων Ελλήνων / του Kέπλερ / του Kοπέρνικου.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go