Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστρολόγος ο [astrolóγos] Ο18 θηλ. αστρολόγος [astrolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αστρολογία, αυτός που προβλέπει το μέλλον με βάση τη θέση και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων: Tο ωροσκόπιο του περιοδικού συντάσσεται από ειδικό αστρολόγο. Διάσημος ~ προβλέπει ότι
[λόγ. < ελνστ. ἀστρολόγος, αρχ. σημ.: `αστρονόμος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]