Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστρολάβος
1 item total
αστρολάβος ο [astrolávos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τον προσδιορισμό της θέσης των άστρων πάνω από τον ορίζοντα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολάβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go