Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστρικός
1 item total
αστρικός -ή -ό [astrikós] Ε1 : (αστρον.) που προέρχεται από τους αστέρες ή που έχει σχέση με αυτούς: Aστρικό φως. Aστρική ακτινοβολία / τροχιά / κίνηση. Aστρική ημέρα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις ενός αστέρα. ~ χρόνος, που βασίζεται στην αστρική ημέρα. Aστρικό εκκρεμές.

[λόγ. < αρχ. ἀστρικός `που αναφέρεται στους αστέρες΄ σημδ. γαλλ. sidéral]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go