Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραπόβροντο
1 εγγραφή
αστραπόβροντο το [astrapóvrondo] Ο41 & αστραποβρόντι το [astrapo vróndi] Ο44 : ταυτόχρονη βροντή και αστραπή και με επέκταση ο κεραυνός ή η καταιγίδα.

[μσν. αστραπόβροντο < αστραπ(ή) -ο- + βροντ(ή) -ο· αστραπ(ή) -ο- + βροντ(ή) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες