Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστραπόβολο το [astrapóvolo] Ο41 & αστραπόβολος ο [astrapóvolos] Ο20 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ο κεραυνός: Tον χτύπησε ~.
[αστραπ(ή) -ο- + βόλ(ι) -ο· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- αστραποβόλος -α -ο [astrapovólos] Ε4 : (λογοτ.) λαμπερός: Aστραποβόλα μάτια.
[λόγ. αστραπ(ή) -ο- + -βόλος (πρβ. μσν. αστραπηβόλος `που ρίχνει αστραπές΄)]