Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραποβόλημα
1 εγγραφή
αστραποβόλημα το [astrapovólima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα, το φαινόμενο του αστραποβολώ.

[αστραποβολη- (αστραποβολώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες