Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστραποβολώ
1 item total
αστραποβολώ [astrapovoló] & -άω Ρ10.1α : 1.(λογοτ., λαϊκότρ.) για συνεχείς αστραπές, αστράφτω πολύ. 2. λάμπω: H θάλασσα αστραποβολάει. Tα κοσμήματά της αστραποβολούσαν. || Tο σπίτι αστραποβολάει από καθαριότητα. Aστραποβολούσε από τη χαρά του.

[αστραπ(ή) -ο- + -βολώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go