Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστραπιαίος
1 item total
αστραπιαίος -α -ο [astrapiéos] Ε4 : που γίνεται με μεγάλη ταχύτητα, πολύ γρήγορα: Aστραπιαίες ενέργειες / κινήσεις. Mε αστραπιαία κίνηση τράβηξε το πιστόλι του. αστραπιαία ΕΠIΡΡ: Ενήργησε / κινήθηκε ~. Πέρασε ~ από μπροστά μου.

[λόγ. αστραπ(ή) -ιαίος απόδ. γερμ. blitzschnell (διαφ. το αρχ. ἀστραπαῖος `της αστραπής΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go