Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστρίτης ο [astrítis] Ο10 : είδος μικρού δηλητηριώδους φιδιού που συγγενεύει με την οχιά και ζει σε ξερά και ηλιόλουστα μέρη με αραιή βλάστηση.
[άστρ(ο) -ίτης]