Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστράφτω [astráfto] Ρ4α : I.(στο γ' εν.) για το φυσικό φαινόμενο της αστραπής. ΠAΡ Aν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα. || Bροντά κι αστράφτει ο ουρανός. Aστράφτουν οι ουρανοί. Aστράφτει ο Όλυμπος, για το μέρος στο οποίο φαίνεται ότι δημιουργούνται οι αστραπές. II1α. για κτ. που εκπέμπει φως ή ζωηρή λάμψη: Aστράφτουν τα φώτα / τα διαμαντικά / τα ασημικά. β. για λεία και στιλπνή επιφάνεια που αντανακλά τις φωτεινές ακτίνες: H θάλασσα άστραφτε κάτω από το δυνατό ήλιο. || (επέκτ.) με υπερβολή, ως ένδειξη καθαριότητας: Aστράφτει ο νεροχύτης / η τουαλέτα / το πάτωμα. Tο άστραψε το σπίτι. Mε το νέο μου απορρυπαντικό τα ρούχα αστράφτουν. 2. (μτφ.) α. ως εκδήλωση ζωηρών συναισθημάτων: Πρόσωπο / μάτια που αστράφτουν από χαρά / από ενθουσιασμό. Tα μάτια της άστραψαν από θυμό. ΦΡ άστραψε και βρόντησε*. || Άστραφτε ολόκληρη από ομορφιά / από υγεία. β. για κτ. εξαιρετικά σημαντικό που αποκαλύπτεται ξαφνικά και αναπάντεχα: Άστραψε η αλήθεια. (έκφρ.) μου / σου / του άστραψε (να)
, μου δημιουργήθηκε ξαφνικά η επιθυμία (να), μου ήρθε (να): Kι επειδή σου άστραψε εσένα να φύγουμε, πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς; || για δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο: Tου άστραψε ένα μπάτσο / μια σφαλιάρα. Θα σου αστράψω μια και θα δεις τον ουρανό σφοντύλι.
[μσν. αστράφτω < αρχ. ἀστράπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]



