Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστοχώ
1 item total
αστοχώ [astoxó] Ρ10.9α : 1α.για βολή που δεν πέτυχε το στόχο της: Ο κυνηγός σημάδεψε και πυροβόλησε, η σφαίρα όμως αστόχησε. || στοχεύω χωρίς επιτυχία: Aστόχησε και τις τρεις φορές. β. (μτφ.) αποτυχαίνω: Οι διάφορες θεωρίες αστόχησαν στον τομέα της πράξης. || Aστόχησες!, μάντεψες λάθος! 2. (λαϊκότρ.) ξεχνώ: Tον αστόχησε ο χάρος, για πολύ γέρο.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. ἀστοχῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go