Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αστοίχειωτος -η -ο [astíxotos] Ε5 : που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν έχει στοιχειώσει: Aστοίχειωτο κάστρο.
[α- 1 στοιχειώ(νω) -τος]
- αστοιχείωτος -η -ο [astixíotos] Ε5 : (μειωτ.) που αγνοεί και τα βασικότερα στοιχεία από έναν ορισμένο τομέα γνώσεων, τον οποίο κανονικά θα έπρεπε να κατέχει: Aυτόν μην τον ρωτάς· είναι τελείως ~. ~ γιατρός / δικηγόρος. || (ως ουσ.): Ο κάθε ~ έρχεται και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε.
[λόγ. < ελνστ. ἀστοιχείωτος]