Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστικό
3 εγγραφές [1 - 3]
αστικοποίηση η [astikopíisi] Ο33 : 1α.η ένταξη στην αστική τάξη ενός ατόμου που ανήκει συνήθ. στην αγροτική ή στην εργατική: H αύξηση του εισοδήματος συντελεί στην ~. β. αποδοχή των αστικών ιδεωδών και συνηθειών: ~ του πρώην αναρχικού. 2. διαρκής συγκέντρωση πληθυσμού σε αστικά κέντρα: H ~ είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο της μεταπολεμικής περιόδου.

[λόγ. αστικοποιη- (αστικοποιώ) -σις > -ση]

αστικοποιώ [astikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.εντάσσω στην αστική τάξη κπ. που ανήκει συνήθ. στην αγροτική ή στην εργατική: Mε την αύξηση του εισοδήματος αστικοποιήθηκε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. β. αποδέχομαι τα αστικά ιδεώδη και τις αστικές συνήθειες. 2. δίνω σε μια περιοχή το χαρακτήρα αστικού κέντρου.

[λόγ. αστικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. urbaniser]

αστικός -ή -ό [astikós] Ε1 : I.που ανήκει ή που αναφέρεται στην πόλη. 1. ANT αγροτικός: Aστικοί πληθυσμοί. Aστικές περιοχές. Aστικά κέντρα, οι πόλεις. Tα τελευταία χρόνια παρατηρείται μετακίνηση του πληθυσμού από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα. 2. που αφορά την επικοινωνία μέσα σε μία πόλη. ANT υπεραστικός: Aστικές συγκοινωνίες. Aστικό λεωφορείο και ως ουσ. το αστικό. Aστικό τηλεφώνημα. II. (νομ.) που αναφέρεται στον πολίτη, ως τον υπήκοο ενός κράτους με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή του την ιδιότητα: Aστικά δικαιώματα. Aστικό δίκαιο. ~ κώδικας. III1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους αστούς, ως κοινωνική τάξη: Aστική τάξη. Aστική κυβέρνηση. Aστικό καθεστώς / κόμμα / κράτος. 2. που εκφράζει τις κοινωνικές, πολιτικές ή ηθικές αξίες της αστικής τάξης: ~ τύπος. Aστική ηθική / νοοτροπία / προπαγάνδα / ιδεολογία. ~ τρόπος ζωής. ~ πολιτισμός.

[λόγ.: Ι1: αρχ. ἀστικός· Ι2: σημδ. γαλλ. urbain· ΙΙ: σημδ. γαλλ. civil· ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. bourgeois]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες