Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταρώνω
1 εγγραφή
ασταρώνω [astaróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με αστάρι.

[αστάρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες