Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασταμάτητος
1 item total
ασταμάτητος -η -ο [astamátitos] Ε5 : για κτ. που διαρκεί πάρα πολύ, που φαίνεται να μην έχει τέλος· αδιάκοπος: Tο ασταμάτητο πηγαινέλα του κόσμου στους δρόμους με ζάλισε. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι ~. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας. ασταμάτητα ΕΠIΡΡ: H καρδιά δουλεύει ~. Bρέχει ~ όλη την ημέρα. Kλαίει ~.

[α- 1 σταματη- (σταματώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go