Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστίατρος ο [astíatros] Ο19 : γιατρός που υπηρετεί ως υπάλληλος στην υγειονομική υπηρεσία και ασχολείται κυρίως με τον έλεγχο της τήρησης των όρων υγιεινής στους δημόσιους χώρους.
[λόγ. άστ(υ) + ιατρ(ός) -ος]