Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αστήρικτος -η -ο [astíriktos] & αστήριχτος -η -ο [astírixtos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν στηρίξει ή που δεν έχει στήριγμα. 2. (μτφ.) για τον οποίο δεν υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα στα οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν αδιάσειστα επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι είναι αληθινός: Aστήρικτες κατηγορίες. Aστήρικτοι ισχυρισμοί / φόβοι.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστήρικτος `ασταθής΄· 2: σημδ. γαλλ. insoutenable· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]