Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστάρωτος -η -ο [astárotos] Ε5 : για επιφάνεια που δεν την έχουν ασταρώσει.
[< αναστάρωτος (με αντικατάσταση ανα- > α- 1) < αν- (δες α- 1) ασταρώ(νω) -τος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[< αναστάρωτος (με αντικατάσταση ανα- > α- 1) < αν- (δες α- 1) ασταρώ(νω) -τος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |