Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστάρωτος
1 item total
αστάρωτος -η -ο [astárotos] Ε5 : για επιφάνεια που δεν την έχουν ασταρώσει.

[< αναστάρωτος (με αντικατάσταση ανα- > α- 1) < αν- (δες α- 1) ασταρώ(νω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go