Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστάρωμα
1 εγγραφή
αστάρωμα το [astároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασταρώ νω.

[ασταρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες